καταχειροτονία: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />condamnation par vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[καταχειροτονέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />condamnation par vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[καταχειροτονέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχειροτονία]], ἡ (Α) [[καταχειροτονώ]]<br /><b>1.</b> προεισαγωγική [[διαδικασία]] με την οποία η [[εκκλησία]] του δήμου με [[ανάταση]] τών χεριών έδινε την [[άδεια]] παραπομπής ενός ενόχου σε [[δίκη]]<br /><b>2.</b> η με [[ανάταση]] τών χειρών [[καταδίκη]] από την [[εκκλησία]] του δήμου.
}}
}}