κοράλλιον: Difference between revisions

21
(6_21)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοράλλιον''': τό, Διοσκ. 5. 139· Ἰων. [[κουράλιον]] Διον. Π. 1103, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν Θεοφρ. π. Λίθ. 38, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1· ― τὸ [[κοράλλιον]] ἰδίως τὸ ἐρυθρόν, ΙΙ. παρὰ τῷ Λουκιανῷ τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ὑποκορ. τοῦ [[κόρη]], [[κούρη]], πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 39 ([[μετὰ]] διαφόρου γραφ. κοράλιον)· Ἡσύχ., «[[κωράλιον]] (δι’ ἑνὸς λ)· [[παιδάριον]], [[κόριον]]».
|lstext='''κοράλλιον''': τό, Διοσκ. 5. 139· Ἰων. [[κουράλιον]] Διον. Π. 1103, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν Θεοφρ. π. Λίθ. 38, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1· ― τὸ [[κοράλλιον]] ἰδίως τὸ ἐρυθρόν, ΙΙ. παρὰ τῷ Λουκιανῷ τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ὑποκορ. τοῦ [[κόρη]], [[κούρη]], πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 39 ([[μετὰ]] διαφόρου γραφ. κοράλιον)· Ἡσύχ., «[[κωράλιον]] (δι’ ἑνὸς λ)· [[παιδάριον]], [[κόριον]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[κοράλλιον]], τὸ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[κοράλλι]].
}}
}}