λειψόθριξ: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />qui a perdu ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />qui a perdu ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θρίξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λειψόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαδήσει τις [[τρίχες]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]].
}}
}}