ανθρωποκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:42, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
ἀνθρωποκτόνος, -ον (Α)
«ἀνθρωποκτόνος βορά» (Ευριπ.)
το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους και να τους τρώει.———————— (II)
-α, -ο (AM ἀνθρωποκτόνος, -ον)
αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος
νεοελλ.
(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων.