λιθώδης: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />pierreux.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[λιθώδης]], -ῶδες) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]] («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] πέτρες, [[πετρώδης]] («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[άπονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιθωδῶς</i> (Α)<br />όπως οι πέτρες.
}}
}}