μαλακόθριξ: Difference between revisions

24
(6_22)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-[[θριξ]])].
}}
}}