μανιόκηπος: Difference between revisions

24
(6_15)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰνιόκηπος''': -ον, ([[κῆπος]] ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀκόλαστος]], ἀσελγὴς [[μέχρι]] παραφροσύνης, [[ἀνδρομανής]], Ἀνδρ. 153.
|lstext='''μᾰνιόκηπος''': -ον, ([[κῆπος]] ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, [[ἀκόλαστος]], ἀσελγὴς [[μέχρι]] παραφροσύνης, [[ἀνδρομανής]], Ἀνδρ. 153.
}}
{{grml
|mltxt=[[μανιόκηπος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που πάσχει από [[νυμφομανία]], [[ανδρομανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μανία]] <span style="color: red;">+</span> [[κῆπος]] «γυναικείο [[εφήβαιο]]»].
}}
}}