3,258,326
edits
(big3_2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[tejer]], [[zurcir]] la araña su tela, Arist.<i>HA</i> 623<sup>a</sup>18<br /><b class="num">•</b>de ropa [[remendar]] c. ac. ἱμάτιον Men.<i>Fr</i>.474, c. gen. τῶν ἱματίων Luc.<i>Fug</i>.33, del calzado ἀκούμενος τὰ σαθρὰ τῶν ὑποδημάτων Luc.<i>Nec</i>.17.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. 1 [[ἀκεστής]].<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [act. ἀκέουσιν Hp.<i>Loc.Hom</i>.10; jón. pres. ind. ἀκεῦνται Hdt.7.236, imperat. ἀκέο Hdt.3.40, part. [[ἀκειόμενος]] <i>Il</i>.16.29, <i>Od</i>.14.383, Pi.<i>P</i>.9.104; ép. aor. ind. ἠκέσατο <i>Il</i>.5.402, 901, imperat. ἄκεσσαι <i>Il</i>.16.523, part. ἀκεσθείς Paus.2.27.2, opt. ἀκέσαιο E.<i>Hec</i>.1067; fut. ἀκέσομαι D.C.38.19.2, ἀκέσσομαι Musae.199]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[curar]], [[sanar]] c. ac. de pers. <i>Il</i>.5.402, 448, 901, κοῦρον Nonn.<i>D</i>.29.141<br /><b class="num">•</b>c. ac. del mal o afección [[ἕλκος]] <i>Il</i>.16.29, 523, Musae.199, A.R.2.156, νόσους Democr.B 31, ψώρην Hdt.4.90, [[ἄχος]] S.<i>Tr</i>.1035, [[βλέφαρον]] τυφλόν E.<i>Hec</i>.1067, τὰ ἔσω Hp.<i>Mochl</i>.25, κακῷ κακόν ἀκειομένη A.R.4.1082, c. ac. de pers. y gen. νόσου ... μ' ἀκέσω curarás mi enfermedad</i>, <i>ID</i> 2388.3<br /><b class="num">•</b>sin valor deponente [[curarse]] ἀκέεται Aret.<i>CA</i> 1.1.23, ἀκεομένου τοῦ κακοῦ Aret.<i>SD</i> 1.6.2, τῆς μανίας Paus.8.18.8.<br /><b class="num">2</b> [[remediar]], [[calmar]] δίψαν <i>Il</i>.22.2, Pi.<i>P</i>.9.104.<br /><b class="num">3</b> fig., sin valor deponente [[purificarse]] μὴ ἀκέσασθαι πρὶν τῷ Δηνὶ τῷ Ἀγοραίῳ ἑκατὸμ βοῦς καταθύσας <i>ICr.App</i>.34.15, cf. 19 (IV a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>de cosas inanimadas [[reparar]], [[arreglar]] νῆας <i>Od</i>.14.383<br /><b class="num">•</b>fig. [[reparar]], [[remediar]] ἁμαρτάδα Hdt.1.167, [[ἀδίκημα]] Pl.<i>R</i>.364c, τὰς ἀπορίας X.<i>Mem</i>.2.7.1, τάδε E.<i>Med</i>.199, ἐὰν δέ τι καταβλάψῃ ἀκείσθω τοῖς ἰδίοις ἀνηλώμασιν <i>IG</i> 7.3073.31, cf. 37 (Lebadea II a.C.).<br /><b class="num">2</b> abs. [[remediar la situación]], [[poner remedio]], <i>Il</i>.13.115, <i>Od</i>.10.69, S.<i>Ant</i>.1027, Hdt.3.40, Pl.<i>Phlb</i>.30b, D.C.l.c.<br /><b class="num">III</b> act. intr. [[curarse]], [[buscar remedio]] λεπταὶ ἐοῦσαι συμπιλέονται, καὶ ἀκέουσιν αὐταὶ σφίσιν ἑωυτῇσι al ser tan finos (los poros) se obstruyen y buscan el remedio en sí mismos</i> Hp.<i>Loc.Hom</i>.10.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄκος]], 2 [[ἀκεστής]]. | |dgtxt=[[tejer]], [[zurcir]] la araña su tela, Arist.<i>HA</i> 623<sup>a</sup>18<br /><b class="num">•</b>de ropa [[remendar]] c. ac. ἱμάτιον Men.<i>Fr</i>.474, c. gen. τῶν ἱματίων Luc.<i>Fug</i>.33, del calzado ἀκούμενος τὰ σαθρὰ τῶν ὑποδημάτων Luc.<i>Nec</i>.17.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. 1 [[ἀκεστής]].<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [act. ἀκέουσιν Hp.<i>Loc.Hom</i>.10; jón. pres. ind. ἀκεῦνται Hdt.7.236, imperat. ἀκέο Hdt.3.40, part. [[ἀκειόμενος]] <i>Il</i>.16.29, <i>Od</i>.14.383, Pi.<i>P</i>.9.104; ép. aor. ind. ἠκέσατο <i>Il</i>.5.402, 901, imperat. ἄκεσσαι <i>Il</i>.16.523, part. ἀκεσθείς Paus.2.27.2, opt. ἀκέσαιο E.<i>Hec</i>.1067; fut. ἀκέσομαι D.C.38.19.2, ἀκέσσομαι Musae.199]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[curar]], [[sanar]] c. ac. de pers. <i>Il</i>.5.402, 448, 901, κοῦρον Nonn.<i>D</i>.29.141<br /><b class="num">•</b>c. ac. del mal o afección [[ἕλκος]] <i>Il</i>.16.29, 523, Musae.199, A.R.2.156, νόσους Democr.B 31, ψώρην Hdt.4.90, [[ἄχος]] S.<i>Tr</i>.1035, [[βλέφαρον]] τυφλόν E.<i>Hec</i>.1067, τὰ ἔσω Hp.<i>Mochl</i>.25, κακῷ κακόν ἀκειομένη A.R.4.1082, c. ac. de pers. y gen. νόσου ... μ' ἀκέσω curarás mi enfermedad</i>, <i>ID</i> 2388.3<br /><b class="num">•</b>sin valor deponente [[curarse]] ἀκέεται Aret.<i>CA</i> 1.1.23, ἀκεομένου τοῦ κακοῦ Aret.<i>SD</i> 1.6.2, τῆς μανίας Paus.8.18.8.<br /><b class="num">2</b> [[remediar]], [[calmar]] δίψαν <i>Il</i>.22.2, Pi.<i>P</i>.9.104.<br /><b class="num">3</b> fig., sin valor deponente [[purificarse]] μὴ ἀκέσασθαι πρὶν τῷ Δηνὶ τῷ Ἀγοραίῳ ἑκατὸμ βοῦς καταθύσας <i>ICr.App</i>.34.15, cf. 19 (IV a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>de cosas inanimadas [[reparar]], [[arreglar]] νῆας <i>Od</i>.14.383<br /><b class="num">•</b>fig. [[reparar]], [[remediar]] ἁμαρτάδα Hdt.1.167, [[ἀδίκημα]] Pl.<i>R</i>.364c, τὰς ἀπορίας X.<i>Mem</i>.2.7.1, τάδε E.<i>Med</i>.199, ἐὰν δέ τι καταβλάψῃ ἀκείσθω τοῖς ἰδίοις ἀνηλώμασιν <i>IG</i> 7.3073.31, cf. 37 (Lebadea II a.C.).<br /><b class="num">2</b> abs. [[remediar la situación]], [[poner remedio]], <i>Il</i>.13.115, <i>Od</i>.10.69, S.<i>Ant</i>.1027, Hdt.3.40, Pl.<i>Phlb</i>.30b, D.C.l.c.<br /><b class="num">III</b> act. intr. [[curarse]], [[buscar remedio]] λεπταὶ ἐοῦσαι συμπιλέονται, καὶ ἀκέουσιν αὐταὶ σφίσιν ἑωυτῇσι al ser tan finos (los poros) se obstruyen y buscan el remedio en sí mismos</i> Hp.<i>Loc.Hom</i>.10.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄκος]], 2 [[ἀκεστής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]], [[περιποιούμαι]]<br />«[[ἕλκος]] ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]]<br />«[[πίον]] τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]]<br />«νῆας [[ἀκειόμενος]]» (Όμ. ξ 383)<br /><b>4.</b> [[επανορθώνω]]<br />«[[ἀκέομαι]] [[ἀδίκημα]]» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 364c)<br /><b>5.</b> [[βρίσκω]] [[λύση]], συμβιβάζομαι<br />«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκος]]<br /><i>το</i> ρ. [[ἀκέομαι]] παρουσιάζει [[ποικιλία]] σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην [[πεζογραφία]] όσο και στην [[ποίηση]]. Απαντά [[κυρίως]] ως [[ιατρικός]] όρος με τη [[σημασία]] «[[θεραπεύω]]» και ως [[τεχνικός]] όρος με τη [[σημασία]] «[[επανορθώνω]], [[διορθώνω]]», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται [[συχνά]] με μεταφορική [[σημασία]]. Η [[πολυσημία]] της λ. [[είναι]] δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]]<br />δηλ. η [[σημασία]] «[[θεραπεύω]]» προήλθε [[πιθανώς]] με περιορισμό της ευρύτερης σημασίας «[[επανορθώνω]]», εάν η [[σημασία]] αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η [[σημασία]] «[[επιδιορθώνω]], [[επανορθώνω]]» προήλθε με [[επέκταση]] της σημασίας «[[θεραπεύω]]». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. [[ἀκέομαι]] ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του <i>ἰῶμαι</i>, αφ’ ενός [[γιατί]] δεν συνεκφέρεται [[μαζί]] με το όνομα του θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου [[γιατί]] δεν έχει ως [[συμπλήρωμα]] όνομα προσώπου, όπως το ρ. <i>ἰῶμαι</i>, [[αλλά]] το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσία]], [[ἄκεσις]], [[ἄκεσμα]], [[ἀκεσμός]], [[ἀκεστήρ]], [[ἀκεστός]], [[ἀκέστρα]], [[ἀκέστωρ]], <i>ἀκή</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκεστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσίμβροτος]], [[ἀκεσώδυνος]], [[ἀνακέομαι]], <i>ἀφακέομαι</i>, [[διακέομαι]], [[ἐνακέομαι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἐπακέομαι]], [[ἐφακέομαι]]]. | |||
}} | }} |