ακρογένειος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:49, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].
(2) |
(No difference)
|
ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].