ἀναβατός: Difference between revisions

3
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀναβᾰτός) -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμβᾰτός <i>Il</i>.6.434, <i>Od</i>.11.316, Pi.<i>P</i>.10.27; ἄμβᾰτος Hes.<i>Op</i>.681<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser escalado]], [[accesible]] πόλις <i>Il</i>.6.434, οὐρανός <i>Od</i>.11.316, de una altura, I.<i>AI</i> 3.76, de un templo, I.<i>BI</i> 5.195.<br /><b class="num">2</b> [[accesible]], [[navegable]] θάλασσα Hes.<i>Op</i>.681.
|dgtxt=(ἀναβᾰτός) -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμβᾰτός <i>Il</i>.6.434, <i>Od</i>.11.316, Pi.<i>P</i>.10.27; ἄμβᾰτος Hes.<i>Op</i>.681<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser escalado]], [[accesible]] πόλις <i>Il</i>.6.434, οὐρανός <i>Od</i>.11.316, de una altura, I.<i>AI</i> 3.76, de un templo, I.<i>BI</i> 5.195.<br /><b class="num">2</b> [[accesible]], [[navegable]] θάλασσα Hes.<i>Op</i>.681.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναβατός]], -ή, -ὸν)<br />αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κανείς]]<br />(νεοελλ. και [[ανεβατός]], -ή, -ό) (για το [[ψωμί]]) αυτό που ζυμώθηκε με [[προζύμι]], ο [[ένζυμος]] [[άρτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ανάβατος</i>].———————— και ανάβατος, -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»<br /><b>2.</b> (για το [[ψωμί]]) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε [[ακόμη]], λειψανάβατο, λειψό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ανάβατο</i><br />[[προζύμι]], [[φύραμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβατός]]. Το αρκτικό <i>α</i>- πήρε τη στερ. [[σημασία]] του από τον αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}