αμφίκολλος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.