αμφίκολλος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.