ἄπατος: Difference between revisions

5
(5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (με <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>)<br />εγώ ο [[ίδιος]], [[μόνος]] μου, [[ατός]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από φρ. όπως <i>απ</i>' [[αυτού]], <i>απ</i>' <i>αυτόν</i>, <i>απ</i>' <i>αυτής</i> κ.λπ. &GT; ονομ. [[απαυτός]] &GT; [[απατός]], με [[παρετυμολογία]] [[προς]] το [[ατός]]].
|mltxt=-ή, -ό (με <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>)<br />εγώ ο [[ίδιος]], [[μόνος]] μου, [[ατός]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από φρ. όπως <i>απ</i>' [[αυτού]], <i>απ</i>' <i>αυτόν</i>, <i>απ</i>' <i>αυτής</i> κ.λπ. &GT; ονομ. [[απαυτός]] &GT; [[απατός]], με [[παρετυμολογία]] [[προς]] το [[ατός]]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] πάτο, [[χωρίς]] πυθμένα<br /><b>2.</b> (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άπατα</i> τα πολύ [[βαθιά]] μέρη της θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.———————— <b>(II)</b><br />[[ἄπατος]], -ον (Α) [[άτη]]<br />αυτός που έχει απαλλαγεί από [[ευθύνη]] ή [[ενοχή]].
}}
}}