3,276,318
edits
(T22) |
(7) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἄχρηστον ([[χρηστός]], and [[this]] from [[χράομαι]]), [[useless]], [[unprofitable]]: [[εὔχρηστος]]). (In Greek writings from [[Homer]] (i. e. Batrach. 70; [[Theognis]]) [[down]].) (Synonyms: cf. Tittmann ii. 11 f; Trench, § c. 17; Ellicott on Philemon 1:11.) | |txtha=ἄχρηστον ([[χρηστός]], and [[this]] from [[χράομαι]]), [[useless]], [[unprofitable]]: [[εὔχρηστος]]). (In Greek writings from [[Homer]] (i. e. Batrach. 70; [[Theognis]]) [[down]].) (Synonyms: cf. Tittmann ii. 11 f; Trench, § c. 17; Ellicott on Philemon 1:11.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρηστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χρησιμεύει σε [[τίποτε]], [[ανώφελος]], [[περιττός]]<br /><b>2.</b> [[αισχρός]], [[φαύλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άκυρος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀχρήστως</i><br />[[μάταια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή αποτελεσματικότητα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ανώφελος]], [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]]<br /><b>3.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>4.</b> (για λόγους) [[σκαιός]], [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν χρησιμοποιεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[άχρηστος]] αντικατέστησε το επίθ. [[αχρείος]], [[αφότου]] το τελευταίο έπαψε να σημαίνει «[[άχρηστος]], [[ασήμαντος]]». Έτσι με τη λ. [[άχρηστος]] εκφράστηκε και εκφράζεται [[μέχρι]] [[σήμερα]] η [[σημασία]] του μη χρήσιμου. Εν τούτοις στη Μεσαιωνική και το επίθ. [[άχρηστος]], όπως εξάλλου και το [[αχρείος]], προσέλαβε τη [[σημασία]] «[[αισχρός]], [[φαύλος]]», εν αντιθέσει [[προς]] το [[χρηστός]], που από τη [[σημασία]] «[[χρήσιμος]]» κατέληξε να σημαίνει «[[ηθικός]], [[ενάρετος]]»]. | |||
}} | }} |