βαβαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(big3_8)
 
(7)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[mecer]], [[adormecer con arrullos]] fig. δουλεύσει τὸ ἡγεμονικὸν βαβαλίσαντι ... ἔρωτι Nil.M.79.541B.
|dgtxt=[[mecer]], [[adormecer con arrullos]] fig. δουλεύσει τὸ ἡγεμονικὸν βαβαλίσαντι ... ἔρωτι Nil.M.79.541B.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[βαυβαλίζω]], Μ [[βαβαλίζω]]) [[βαυβώ]]<br />κουνάω το [[μωρό]] και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, [[νανουρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιποιούμαι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 29 September 2017

Spanish (DGE)

mecer, adormecer con arrullos fig. δουλεύσει τὸ ἡγεμονικὸν βαβαλίσαντι ... ἔρωτι Nil.M.79.541B.

Greek Monolingual

βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) βαυβώ
κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω
νεοελλ.
περιποιούμαι.