διαναπείρω: Difference between revisions

9
(6_1)
 
(9)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαναπείρω''': (μόνον ποιητ. [[διαμπείρω]]) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.
|lstext='''διαναπείρω''': (μόνον ποιητ. [[διαμπείρω]]) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[διαμπείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[διαναπείρω]] και [[διαμπείρω]] (Α)<br />[[διατρυπώ]] [[πέρα]] ως [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διαμπερές]].
}}
}}