ἑνωτικός: Difference between revisions

12
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[unificador]], [[que procura la unión o tiene la virtud de unir]] ref. abstr. φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑ. τὸ δὲ διαιρετικόν Plu.2.878a (= Emp.A 33), συστατικὴ [[γάρ]] ἐστι καὶ ἑ. τῶν πολλῶν (ἡ μουσική) Pythag. en Theo Sm.12.21, πνεῦμα Ph.1.31, μεσότης ἡ ἑ. καὶ συνάγουσα τὰ διεστῶτα Iul.<i>Or</i>.11.138d, cf. <i>Theol.Ar</i>.16, (ψυχή) [[ἀμερής]] ἐστι καὶ ἑ. Olymp.<i>in Grg</i>.13.2, δυνάμεις Procl.<i>in Ti</i>.2.198.30, cf. Eus.<i>PE</i> 7.10.9, ἑ. τῶν ἄλλων πάντων τὸ ἕν Dam.<i>Pr</i>.47, πᾶν ἀγαθὸν ἑ. ἐστι τῶν μετεχόντων [[αὐτοῦ]] Procl.<i>Inst</i>.13, ἡ θεία [[διοίκησις]] Didym.<i>Gen</i>.128.13, op. [[διακριτικός]] Simp.<i>in Cat</i>.327.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. y πρός c. ac. (νοῦς) ἑνωτικώτερον ἀνθρώπων πρὸς τοὺς θεούς <i>Corp.Herm</i>.10.23<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o sus cualidades [[que une]], [[que tiene capacidad de congregar, de aunar]] εὔνοια Ph.2.219, [[ἄνθρωπος]] συνοχεὺς καὶ ἑ. Horap.2.116<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ πρὸς τὰ ἄλλα ἑνωτικὸν ... τοῦ ὕδατος <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.16.<br /><b class="num">2</b> mús. [[que da unidad]], [[que armoniza]], [[armonioso]] τῶν δὲ ὁμοφώνων (φθόγγων) ἑνωτικώτατον ... τὸ διὰ πασῶν Ptol.<i>Harm</i>.15.26, c. gen. τῶν δὲ τοιούτων ἑνωτικαί πως αἱ ἁρμονίαι <i>Theol.Ar</i>.50.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἑ. [[Henotikón]] o [[Henótico]] n. del edicto de unificación promulgado por el emperador Zenón (438 d.C.) para evitar la disgregación de las iglesias y que apelaba a un acuerdo sobre la naturaleza única de las personas de la Trinidad, Euagr.Schol.<i>HE</i> 3.12, 13<br /><b class="num">•</b>tb. en plu. τὰ ἑνωτικά Ζήνωνος Euagr.Schol.<i>HE</i> 3.30.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[unificador]], [[que procura la unión o tiene la virtud de unir]] ref. abstr. φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑ. τὸ δὲ διαιρετικόν Plu.2.878a (= Emp.A 33), συστατικὴ [[γάρ]] ἐστι καὶ ἑ. τῶν πολλῶν (ἡ μουσική) Pythag. en Theo Sm.12.21, πνεῦμα Ph.1.31, μεσότης ἡ ἑ. καὶ συνάγουσα τὰ διεστῶτα Iul.<i>Or</i>.11.138d, cf. <i>Theol.Ar</i>.16, (ψυχή) [[ἀμερής]] ἐστι καὶ ἑ. Olymp.<i>in Grg</i>.13.2, δυνάμεις Procl.<i>in Ti</i>.2.198.30, cf. Eus.<i>PE</i> 7.10.9, ἑ. τῶν ἄλλων πάντων τὸ ἕν Dam.<i>Pr</i>.47, πᾶν ἀγαθὸν ἑ. ἐστι τῶν μετεχόντων [[αὐτοῦ]] Procl.<i>Inst</i>.13, ἡ θεία [[διοίκησις]] Didym.<i>Gen</i>.128.13, op. [[διακριτικός]] Simp.<i>in Cat</i>.327.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. y πρός c. ac. (νοῦς) ἑνωτικώτερον ἀνθρώπων πρὸς τοὺς θεούς <i>Corp.Herm</i>.10.23<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o sus cualidades [[que une]], [[que tiene capacidad de congregar, de aunar]] εὔνοια Ph.2.219, [[ἄνθρωπος]] συνοχεὺς καὶ ἑ. Horap.2.116<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ πρὸς τὰ ἄλλα ἑνωτικὸν ... τοῦ ὕδατος <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.16.<br /><b class="num">2</b> mús. [[que da unidad]], [[que armoniza]], [[armonioso]] τῶν δὲ ὁμοφώνων (φθόγγων) ἑνωτικώτατον ... τὸ διὰ πασῶν Ptol.<i>Harm</i>.15.26, c. gen. τῶν δὲ τοιούτων ἑνωτικαί πως αἱ ἁρμονίαι <i>Theol.Ar</i>.50.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἑ. [[Henotikón]] o [[Henótico]] n. del edicto de unificación promulgado por el emperador Zenón (438 d.C.) para evitar la disgregación de las iglesias y que apelaba a un acuerdo sobre la naturaleza única de las personas de la Trinidad, Euagr.Schol.<i>HE</i> 3.12, 13<br /><b class="num">•</b>tb. en plu. τὰ ἑνωτικά Ζήνωνος Euagr.Schol.<i>HE</i> 3.30.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἑνωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην [[ένωση]], [[συνδετικός]] («σύγκρασιν ἑνωτικήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ενωτικός]]<br />ο [[οπαδός]] της πολιτικής που επιδιώκει την [[ένωση]] τών εκκλησιών ή την [[ένωση]] μιας χώρας ή περιοχής με ένα ομοεθνές [[κράτος]] ή τη [[συνένωση]] σωματείων<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ενωτικό</i><br />μικρή οριζόντια [[γραμμή]] που τίθεται στο [[τέλος]] του στίχου σε [[λέξη]] που τέμνεται σε κάποια [[συλλαβή]] της ή [[μεταξύ]] δύο λέξεων που συνεκφέρονται, π.χ. [[ένας]] [[ένας]], [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> «ενωτικό [[βάρος]]» — το σχετικό [[βάρος]] [[κάθε]] συστατικού μιας χημικής ενώσεως, [[αλλιώς]] ατομικό [[βάρος]]<br /><b>μσν.</b><br />ενωμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑνωτικῶς</i> (AM)<br />[[κατά]] τρόπο ενωτικό, συνδετικό.
}}
}}