ἐπίτριμμα: Difference between revisions

14
(13_1)
 
(14)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0996.png Seite 996]] τό, das daran, darauf Abgeriebene, Schminke, Sp.; auch übertr., ἐρώτων, abgefeimt in Liebeshändeln.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0996.png Seite 996]] τό, das daran, darauf Abgeriebene, Schminke, Sp.; auch übertr., ἐρώτων, abgefeimt in Liebeshändeln.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπίτριμμα''': τό, ([[ἐπιτρίβω]]) τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου, [[ψιμύθιον]], Νικήτ. Χρον. 37C, Ἰω. Χρ. τ. 2. σ. 424Α, κτλ. 2) [[πρᾶγμα]] ἐφθαρμένον ἐκ τῆς τριβῆς· μεταφ., ἐπ. ἐρώτων, ἐπὶ πόρνης, Νικήτ. Χρον. 335D· πρβλ. [[περίτριμμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίτριμμα]], τὸ (AM) [[επιτρίβω]]<br />το επιτριβόμενο [[πάνω]] στο [[πρόσωπο]] [[ψιμύθιο]], το καλλυντικό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πράγμα]] φθαρμένο από την [[τριβή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> για [[εταίρα]] αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[τριβή]], [[πείρα]] σε [[κάτι]], («[[ἐπίτριμμα]] ἐρώτων» Νικ. Χων.).
}}
}}