ἔτασις: Difference between revisions

14
(6_8)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
|lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔτασις]], ἡ (ΑΜ) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[εξέταση]], [[έλεγχος]] («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[δοκιμασία]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[κρίση]] («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»).
}}
}}