εὐδιόριστος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιόριστος''': -ον, εὐκόλως ὁριζόμενος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 1.
|lstext='''εὐδιόριστος''': -ον, εὐκόλως ὁριζόμενος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ορίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται εύκολα.
}}
}}