εὔκλεια: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gloire, bon renom.<br />'''Étymologie:''' [[εὐκλεής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gloire, bon renom.<br />'''Étymologie:''' [[εὐκλεής]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[εὔκλεια]], Α και εὐκλεία, επικ. τ. ἐϋκλείη, <b>επιγρ.</b> εὐκλεΐη) [[ευκλεής]]<br />καλή [[φήμη]], [[δόξα]] («ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(σε προσφωνήσεις εκτίμησης και σεβασμού) η [[τιμή]], η [[εντιμότητα]], η σεβασμιότητά σου («τῆς σῆς θεοφρουρήτου εὐκλείας», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ως [[προσωποποίηση]] της δόξας<br /><b>2.</b> ως επίθ. της θεάς Αρτέμιδος στη Βοιωτία και [[αλλού]] («τοῡ ναοῡ δὲ τῆς Εὐκλείας Ἀρτέμιδος», <b>Παυσ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[εὔκλεια]], τὰ (Α) [[ευκλεής]]<br /><b>επιγρ.</b> [[εορτή]] [[προς]] τιμήν της Ευκλείας Αρτέμιδος στη Δήλο και στους Δελφούς.
}}
}}