εὐεργεσία: Difference between revisions

15
(T22)
(15)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=εὐεργεσίας, ἡ ([[εὐεργέτης]]); a [[good]] [[deed]], [[benefit]]: [[ἀντιλαμβάνω]], 2); [[with]] the genitive of the [[person]] on whom the [[benefit]] is conferred (Winer's Grammar, 185 (174)), [[Homer]] [[down]].)  
|txtha=εὐεργεσίας, ἡ ([[εὐεργέτης]]); a [[good]] [[deed]], [[benefit]]: [[ἀντιλαμβάνω]], 2); [[with]] the genitive of the [[person]] on whom the [[benefit]] is conferred (Winer's Grammar, 185 (174)), [[Homer]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεργεσία]], Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [[ευεργέτης]]<br /><b>1.</b> η καλή [[πράξη]] (σε [[αντίθεση]] με την κακή), η [[αγαθοεργία]]<br /><b>2.</b> καλή και ωφέλιμη [[πράξη]] για [[χάρη]] κάποιου, η [[ενέργεια]] που γίνεται με [[αγαθό]] σκοπό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παραχώρηση]], [[προνόμιο]], [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> [[εύνοια]], [[χάρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀντ' εὐεργεσίης» (για κάποια [[υπηρεσία]] η οποία του προσφέρθηκε)<br /><b>2.</b> «ψηφίζομαί τινι εὐεργεσίαν» — [[δίνω]] σε κάποιον με ψήφο τον τίτλο του ευεργέτη<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐεργεσίαι</i><br />δημόσιες υπηρεσίες («τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας», Λυσ.).
}}
}}