ἐϋκνήμις: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐϋκνήμις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο καλά οπλισμένος<br /><b>3.</b> (για άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («[[ἐϋκνήμις]] [[ἀπήνη]]» — [[άμαξα]] με ωραίες ακτίνες, <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> (<i>εϋ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>κνήμης</i>, <i>δασυ</i>-<i>κνήμης</i>].
}}
}}