3,253,953
edits
(6_5) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτρᾰπελεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[εὐτράπελος]], [[ἀστεῖος]], εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, [[ἀστεΐζομαι]], εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59˙ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18. | |lstext='''εὐτρᾰπελεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[εὐτράπελος]], [[ἀστεῖος]], εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, [[ἀστεΐζομαι]], εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59˙ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐτραπελεύομαι]] (Α)<br />[[ευτράπελος]]<br />[[είμαι]] [[ευτράπελος]], [[είμαι]] [[αστείος]], [[αστεΐζομαι]], [[ευφυολογώ]]. | |||
}} | }} |