ἐχεπάμων: Difference between revisions

15
(6_17)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχεπάμων''': -ον, ὁ ἔχων νόμιμον [[δικαίωμα]] κληρονομίας, [[ἐπίκληρος]], ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
|lstext='''ἐχεπάμων''': -ον, ὁ ἔχων νόμιμον [[δικαίωμα]] κληρονομίας, [[ἐπίκληρος]], ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχεπάμων]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που έχει νόμιμο [[δικαίωμα]] ιδιοκτησίας ως [[κληρονόμος]] ή [[αντιπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[επάμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[έπομαι]])].
}}
}}