ἡρμοσμένως: Difference between revisions

16
(6_6)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡρμοσμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἁρμόζω]], ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19.
|lstext='''ἡρμοσμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἁρμόζω]], ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡρμοσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> επιτήδεια, αρμόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. <i>ηρμοσμένος</i> του [[αρμόζω]]].
}}
}}