θεωρικός: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les places au théâtre ; τὸ θεωρικόν, τὰ θεωρικά argent qu’on donnait aux pauvres, pour payer leur place au théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρία]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les places au théâtre ; τὸ θεωρικόν, τὰ θεωρικά argent qu’on donnait aux pauvres, pour payer leur place au théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θεωρικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[θεωρός]]<br /><b>μσν.</b><br />καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεωρία]], στην πανηγυρική [[αποστολή]] θεωρών, ο [[εορταστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θεωρικόν</i><br />το θεατρικό [[ταμείο]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θεωρικά</i> (ενν. <i>χρήματα</i>)<br />τα χρήματα που δίνονταν από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]] στους άπορους πολίτες για να πληρώσουν το [[εισιτήριο]] του θεάτρου ή για να συμμετάσχουν στις εορτές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρικῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρικό.
}}
}}