θεωρητής: Difference between revisions

17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεωρητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[θεατής]], Ἡσύχ.
|lstext='''θεωρητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[θεατής]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεωρητής]]) [[θεωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάλληλος]] που έχει ως [[έργο]] να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει [[δημόσια]] έγγραφα<br /><b>2.</b> [[επιμελητής]] κειμένων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεατής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστάτης]].
}}
}}