θηλύχειρ: Difference between revisions

17
(6_22)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλύχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων γυναικείαν χεῖρα, Εὐστάθ. 550. 37.
|lstext='''θηλύχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων γυναικείαν χεῖρα, Εὐστάθ. 550. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηλύχειρ]], -ος ὁ (Μ)<br />(για άνδρα) αυτός που έχει γυναικεία χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρ]]].
}}
}}