3,277,172
edits
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449. | |lstext='''θηρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηρευτήρ]], ό και θηλ. [[θηρεύτρια]] (Α) [[θηρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[θηρευτής]], ο [[κυνηγός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική. | |||
}} | }} |