θηρευτήρ: Difference between revisions

17
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449.
|lstext='''θηρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρευτήρ]], ό και θηλ. [[θηρεύτρια]] (Α) [[θηρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[θηρευτής]], ο [[κυνηγός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική.
}}
}}