θυρεοειδής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῠρεοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] θυρεοῦ, [[χόνδρος]] θυρεοειδὴς (κακῶς [[θυροειδής]]), ὁ θυρεοειδὴς [[χόνδρος]] (τοῦ λάρυγγος), Γαλην. 2. 839. | |lstext='''θῠρεοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] θυρεοῦ, [[χόνδρος]] θυρεοειδὴς (κακῶς [[θυροειδής]]), ὁ θυρεοειδὴς [[χόνδρος]] (τοῦ λάρυγγος), Γαλην. 2. 839. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θυρεοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] θυρεού<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> «[[θυρεοειδής]] [[αδένας]]» — [[ενδοκρινής]] [[αδένας]] που βρίσκεται στο μπροστινό και [[κάτω]] [[μέρος]] του λαιμού και ο [[οποίος]] παίζει σημαντικό ρόλο στην [[αύξηση]] του σώματος και στον μεταβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ωο</i>-<i>ειδής</i>. Ο [[αδένας]] πήρε την [[ονομασία]] λόγω του σχήματος του. Ως [[ονομασία]] του αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές <i>θυρ</i>(<i>ο</i>)- (<i>θυρ</i>-[[αδήν]], <i>θυρο</i>-<i>γένη</i>), <i>θυρεο</i>- (<i>θυρεο</i>-<i>ιωδίνη</i>) και <i>θυρεο</i>-<i>ειδ</i>(<i>ο</i>)- (<i>θυρεο</i>-<i>ειδ</i>-<i>εκ</i>-[[τομή]], <i>θυρεο</i>-<i>ειδο</i>-<i>θερα</i>-<i>πεία</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A shield-shaped: χόνδρος θυρεοειδής (male θυροειδής) the thyroid cartilage (in the larynx), Gal.2.839, UP7.11, al.; νῆσος θ. Str.17.2.2; θ. τόπος prob. for θυρο- in Hippiatr.40.
German (Pape)
[Seite 1227] ές, wie ein großer Schild, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρεοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα θυρεοῦ, χόνδρος θυρεοειδὴς (κακῶς θυροειδής), ὁ θυρεοειδὴς χόνδρος (τοῦ λάρυγγος), Γαλην. 2. 839.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ θυρεοειδής, -ές)
1. αυτός που έχει σχήμα θυρεού
2. αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρο
νεοελλ.
ιατρ. «θυρεοειδής αδένας» — ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού και ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του σώματος και στον μεταβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, ωο-ειδής. Ο αδένας πήρε την ονομασία λόγω του σχήματος του. Ως ονομασία του αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές θυρ(ο)- (θυρ-αδήν, θυρο-γένη), θυρεο- (θυρεο-ιωδίνη) και θυρεο-ειδ(ο)- (θυρεο-ειδ-εκ-τομή, θυρεο-ειδο-θερα-πεία)].