θύσθλα: Difference between revisions

17
(Autenrieth)
(17)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[θύω]]), pl.: the thyrsi, wands and [[other]] [[sacred]] implements used in the [[worship]] of Dionȳsus, Il. 6.134†. (See cuts.)
|auten=([[θύω]]), pl.: the thyrsi, wands and [[other]] [[sacred]] implements used in the [[worship]] of Dionȳsus, Il. 6.134†. (See cuts.)
}}
{{grml
|mltxt=[[θύσθλα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η βακχική [[τελετή]], η βακχική [[πομπή]]<br /><b>2.</b> [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυρσ</i>-<i>θλα</i> με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θλον</i>. Κατέληξε να σημαίνει «[[θυσία]]» λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του με το <i>θύω</i> (I). Αστήρικτη η [[σύνδεση]] του με το <i>θύω</i> (ΙΙ)].
}}
}}