Anonymous

ἱερόλας: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερόλας''': ὁ, = [[ἱερεύς]], Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.
|lstext='''ἱερόλας''': ὁ, = [[ἱερεύς]], Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱερόλας]], ὁ (Α)<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Το [[επίθημα]] της λ. προήλθε από [[μετοχή]] και απαντά στην Αρμενική με τη [[μορφή]] -<i>of</i>, -<i>ofaw</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαινόλης]], δωρ. <i>μαινόλᾱς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]])].
}}
}}