ἰσομετρία: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mesure égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mesure égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόμετρος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσομετρία]]) [[ισόμετρος]]<br />[[ισότητα]] μέτρου, [[ισότητα]] [[προς]] [[κάτι]] που λαμβάνεται ως [[μέτρο]], [[ισότητα]] ενός πράγματος [[προς]] [[άλλο]] με [[βάση]] κάποιο [[μέτρο]], [[συμμετρία]], [[συμμετρικότητα]], [[αναλογία]].
}}
}}