καθεκτικός: Difference between revisions

18
(6_11)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθεκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ κρατῇ ἢ κατέχῃ τι, ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθ. ὑπολήψεως Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 1, πρβλ. π. τὰ Ἱστ. 10. 3, 3. 2) ἱκανὸς νὰ κρατῇ [[ἐντός]], τοῦ πνεύματος ἀντίθετον τῷ [[προετικός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 33. 15, 4· [[καθεκτικός]], ἔχων τὴν δύναμιν νὰ συγκρατῇ, [[συνεκτικός]], Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Προβλ. 2. 60.
|lstext='''καθεκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ κρατῇ ἢ κατέχῃ τι, ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθ. ὑπολήψεως Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 1, πρβλ. π. τὰ Ἱστ. 10. 3, 3. 2) ἱκανὸς νὰ κρατῇ [[ἐντός]], τοῦ πνεύματος ἀντίθετον τῷ [[προετικός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 33. 15, 4· [[καθεκτικός]], ἔχων τὴν δύναμιν νὰ συγκρατῇ, [[συνεκτικός]], Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Προβλ. 2. 60.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[καθέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δυνατότητα]] να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί [[κάτι]], [[συνεκτικός]] («ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθεκτικὴ ὑπολήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτικῶς</i> (Α)<br />με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — [[κατέχω]], [[συγκρατώ]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-[[εκτός]], ρηματ. επίθ., <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[εκτός]]), <i>προσ</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>προσ</i>-[[εκτός]])].
}}
}}