κακαλία: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />sorte de plante (<i>lat.</i> tussilago).<br /><i><b>Syn.</b></i> [[λεοντική]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />sorte de plante (<i>lat.</i> tussilago).<br /><i><b>Syn.</b></i> [[λεοντική]].
}}
{{grml
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>].
}}
}}