3,277,172
edits
(6_11) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰμᾰρωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., [[θολωτός]], καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ [[μετὰ]] καμαροειδοῦς στέγης, [[σκεπαστός]], Ἀθήν. 139F, 196C. | |lstext='''κᾰμᾰρωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., [[θολωτός]], καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ [[μετὰ]] καμαροειδοῦς στέγης, [[σκεπαστός]], Ἀθήν. 139F, 196C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καμαρωτός]], -ή, -όν, Α και [[καμαρωτός]], -όν) [[καμαρώ]]<br />αυτός που έχει [[καμάρα]] ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν [[καμάρα]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]], [[τοξοειδής]] («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερήφανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά [[υπερήφανος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμαρωτά</i><br /><b>1.</b> (για [[κτίσμα]]) με [[καμάρα]] ή καμάρες<br /><b>2.</b> με [[καμάρι]], με [[έπαρση]], με [[υπερηφάνεια]]. | |||
}} | }} |