καρκίνος: Difference between revisions

19
(eksahir)
(19)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[cangrejo]], [[Cáncer]]
|esgtx=[[cangrejo]], [[Cáncer]]
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[καρκίνος]])<br /><b>1.</b> το οστρακόδερμο [[κάβουρας]], [[καβούρι]]<br /><b>2.</b> [[σύμπλεγμα]] νόσων που χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και ανοργάνωτη [[ανάπτυξη]] προσβεβλημένων κυττάρων σε οποιονδήποτε ιστό του οργανισμού του ανθρώπου και άλλων ζώων<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (ως κύριο όν). <i>Καρκίνος</i><br />α) ένα από τα 12 [[σημεία]] (ζώδια) του ζωδιακού κύκλου<br />β) [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[ασθένεια]] τών [[φυτών]] που προέρχεται από νοσηρή κυτταροπλασία<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] με κεκαμμένα σκέλη, με τον οποίο μετρούν το [[πάχος]] ενός αντικειμένου<br /><b>3.</b> [[καρκινικός]] [[στίχος]], δηλ. [[στίχος]] που μπορεί να αναγνωστεί το ίδιο από την [[αρχή]] [[προς]] το [[τέλος]] και αντιστρόφως, όπως, π.χ., «νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αργοκίνητος, [[βραδυκίνητος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυράγρα]], [[λαβίδα]] για κάρβουνα όμοια με τις δαγκάνες του κάβουρα<br /><b>2.</b> [[βασανιστήριο]] όργανο με σιδερένιες χηλές σαν τις δαγκάνες του κάβουρα<br /><b>3.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[εμβρυουλκός]]<br /><b>4.</b> τα ζυγώματα<br /><b>5.</b> [[είδος]] μηχανής χρήσιμης στην [[ανέλκυση]] λίθων<br /><b>6.</b> [[είδος]] πεδίλων<br /><b>7.</b> [[είδος]] επιδέσμου<br /><b>8.</b> [[είδος]] γεωμετρικού οργάνου, [[διαβήτης]]<br /><b>9.</b> άμβυξ, ένα [[είδος]] κυπέλλου, ποτηριού<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ καρκίνοι</i><br />τα ζυγώματα, τα ζυγωματικά οστά του κρανίου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «καρκίνα σπειρούχα» — διαβήτες που σχηματίζουν κύκλους (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[κίρκινος]], [[κύκλος]]<br /><b>13.</b> κύριο όν. στους Αττικούς τραγικούς ποιητές («Καρκίνου ποιήματα» — τα αινιγματώδη ποιήματα, Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε αναδιπλασιασμένη ΙΕ [[ρίζα]] <i>kar</i>-<i>kar</i> «[[σκληρός]]». Συνδέεται με το λατ. <i>cancer</i> «[[κάβουρας]]» και το αρχ. ινδ. <i>karkata</i>- «[[κάβουρας]]». Η κατάλ. -<i>ίνος</i> [[μάλλον]] για λόγους ανομοιώσεως δύο αλλεπάλληλων -<i>ρ</i>- σε παλαιότερο αμάρτ. τύπο (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cancer</i> <span style="color: red;"><</span> <i>car</i>-<i>cros</i>). Με τα ανωτέρω συνδέονται πιθ. η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κάρκαροι]]<br /><i>τραχεῖς</i> και ο αντίστοιχός της αρχ. ινδ. τ. <i>karkara</i>- «[[σκληρός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το σκληρό [[περίβλημα]] του κάβουρα). Η αρχ. ινδ. λ. <i>karki</i>(<i>n</i>)- «[[ζωδιακός]] [[αστερισμός]] του καρκίνου» [[είναι]] [[δάνειο]] από την Αρχαία Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρκινώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρκινάς]], [[καρκινευτής]], [[καρκινίας]], [[καρκίνιον]], [[καρκινώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρκινίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρκινοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρκινοβάτης]], [[καρκινόπους]], [[καρκινόχειρες]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρκινόσαρξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρκινοβασία]], [[καρκινοβατώ]], [[καρκινογένεση]], [[καρκινογόνος]], [[καρκινολογία]], [[καρκινολογικός]], [[καρκινόλυση]], [[καρκινολυτικός]], [[καρκινοπαθής]], [[καρκινοποίηση]], [[καρκινοσάρκωμα]], <i>καρκινοφιλία</i>, [[καρκινοφοβία]], <i>καρκίνωψ</i>].
}}
}}