3,274,919
edits
(6_18) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρπώσιμος''': -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, [[ὠφέλιμος]], Ἀθήν. 478Α. | |lstext='''καρπώσιμος''': -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, [[ὠφέλιμος]], Ἀθήν. 478Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπώσιμος]], -ον [[κάρπωσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς<br /><b>2.</b> [[προσοδοφόρος]], [[αποδοτικός]]. | |||
}} | }} |