καταβατός: Difference between revisions

19
(6_10)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβᾰτός''': -ή, -όν, [[κατωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 353. ΙΙ. καταβατόν, τό, = [[σελίς]], κοινῶς «καταιβατόν», Ἀναστ. Σιν. 201C, «[[σελίς]]· καταβατὸν βιβλίου» Ἡσύχ., ἴδε σημ. Boisson. εἰς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2.
|lstext='''καταβᾰτός''': -ή, -όν, [[κατωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 353. ΙΙ. καταβατόν, τό, = [[σελίς]], κοινῶς «καταιβατόν», Ἀναστ. Σιν. 201C, «[[σελίς]]· καταβατὸν βιβλίου» Ἡσύχ., ἴδε σημ. Boisson. εἰς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβατός]], -ή, -όν (AM) [[καταβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόρυφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταβατόν</i><br />[[είδος]] καταρράκτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηφορικός]], [[απόκρημνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταβατόν</i><br />το [[κατεβατό]].
}}
}}