κατακλυσμός: Difference between revisions

19
(T22)
(19)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κατακλυσμοῦ, ὁ ([[κατακλύζω]]), [[inundation]], [[deluge]]: of Noah's [[deluge]], Sept. for מַבּוּל); [[Plato]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]].)  
|txtha=κατακλυσμοῦ, ὁ ([[κατακλύζω]]), [[inundation]], [[deluge]]: of Noah's [[deluge]], Sept. for מַבּוּל); [[Plato]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κατακλυσμός]]) [[κατακλύζω]]<br /><b>1.</b> [[πλημμύρα]] υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο [[κατακλυσμός]] του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῡ γεγονότων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[υπερεπάρκεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]] και [[καταρρακτώδης]] [[βροχή]] η οποία προκαλεί [[πλημμύρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί [[κάτι]] προβάλλοντας ως [[πρόσχημα]] εμπόδια και δυσκολίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[κλύσμα]]<br /><b>2.</b> [[πλύσιμο]] με άφθονο [[νερό]].
}}
}}