3,241,406
edits
(6_17) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάστεγνος''': -ον, κατακεκαλυμμένος, [[οἴκησις]] Μυῖα Ἐπιστ. σ. 63, ἀντίθ. περιπεπνευσμένα. | |lstext='''κατάστεγνος''': -ον, κατακεκαλυμμένος, [[οἴκησις]] Μυῖα Ἐπιστ. σ. 63, ἀντίθ. περιπεπνευσμένα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάστεγνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελείως]] [[στεγνός]], [[ολόστεγνος]], [[ξερός]] («κατάστεγνα ρούχα»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλυφθεί [[τελείως]], εντελώς σκεπασμένος. | |||
}} | }} |