κατάστεγνος: Difference between revisions

19
(6_17)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάστεγνος''': -ον, κατακεκαλυμμένος, [[οἴκησις]] Μυῖα Ἐπιστ. σ. 63, ἀντίθ. περιπεπνευσμένα.
|lstext='''κατάστεγνος''': -ον, κατακεκαλυμμένος, [[οἴκησις]] Μυῖα Ἐπιστ. σ. 63, ἀντίθ. περιπεπνευσμένα.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάστεγνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τελείως]] [[στεγνός]], [[ολόστεγνος]], [[ξερός]] («κατάστεγνα ρούχα»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει καλυφθεί [[τελείως]], εντελώς σκεπασμένος.
}}
}}