κατεμπάζω: Difference between revisions

20
(6_2)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεμπάζω''': [[καταλαμβάνω]], [[κατεπείγω]], Νικ. Θ. 695.
|lstext='''κατεμπάζω''': [[καταλαμβάνω]], [[κατεπείγω]], Νικ. Θ. 695.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατεμπάζω]] (Α)<br />[[καταλαμβάνω]] («[[ὁπόταν]] [[χρειώ]] σε κατεμπάζῃ», <b>Νίκ.</b>).
}}
}}