κατειρωνεύομαι: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=parler à qqn ironiquement ; se jouer de (soit pour tromper, soit pour railler) : τινος de qqn ; [[τι]] traiter qch légèrement et en se moquant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰρωνεύομαι]].
|btext=parler à qqn ironiquement ; se jouer de (soit pour tromper, soit pour railler) : τινος de qqn ; [[τι]] traiter qch légèrement et en se moquant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰρωνεύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατειρωνεύομαι]])<br />[[μεταχειρίζομαι]] [[ειρωνεία]] για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, [[ειρωνεύομαι]] υπερβολικά κάποιον, [[σκώπτω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]] («[[αὐτός]]... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[αποκρύπτω]], [[καλύπτω]] («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}