κατάψυκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(6_18) |
(20) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος. | |lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάψυκτος]], -ον (Μ) [[καταψύχω]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κατάψυξη]], ο [[δεκτικός]] καταψύξεως. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:22, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κατάψυκτος: -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
Greek Monolingual
κατάψυκτος, -ον (Μ) καταψύχω
αυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως.