κατηναγκασμένως: Difference between revisions

20
(6_6)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηναγκασμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.
|lstext='''κατηναγκασμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατηναγκασμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατ' [[ανάγκη]], εξ ανάγκης, [[κατά]] ανωτέρα [[επιβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>κατηναγκασμένος</i> του ρ. <i>καταναγκάζομαι</i>].
}}
}}