κατονίναμαι: Difference between revisions

20
(6_14)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατονίναμαι''': μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, [[ἀπολαύω]], «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, [[εἶδος]] ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917.
|lstext='''κατονίναμαι''': μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, [[ἀπολαύω]], «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, [[εἶδος]] ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατονίναμαι]] (Α)<br />[[λαμβάνω]] [[ωφέλεια]] από [[κάτι]] («[[ὅπως]] [[σαυτῆς]] κατόναι', ἀντιβολῶ σε», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὀνίναμαι</i> «ωφελούμαι»].
}}
}}