κέλευθος: Difference between revisions

20
(SL_1)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κέλευθος]] (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -οι, -οις, -ους.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[path]], [[way]] lit. ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) οὐδὲ [[Κρονίων]] στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου [[journey]] (N. 9.20) of the [[sea]], ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους (P. 4.195) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (P. 5.88) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> met.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν (N. 8.35) “κύριον ὃς πάντων [[τέλος]] [[οἶσθα]] καὶ πάσας κελεύθους” i. e. [[all]] the ways [[that]] [[lead]] to it (P. 9.45) οὐ γὰρ [[πάγος]] οὐδὲ [[προσάντης]] ἁ [[κέλευθος]] γίνεται, εἴτις εὐδόξων ἐς [[ἀνδρῶν]] ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.33) [[εὐθεῖα]] δὴ [[κέλευθος]] ἀρετὰν ἐλεῖν fr. 108. 3.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[path]] (of [[song]]) ζεῦξον [[ἤδη]] μοι [[σθένος]] ἡμιόνων [[ὄφρα]] κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.23) ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (P. 11.38) ἔστι μοι [[θεῶν]] [[ἕκατι]] μυρία [[παντᾷ]] [[κέλευθος]] (I. 4.1) εἰ δὲ τέτραπται (sc. [[Αἴγινα]]) θεοδό- των ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν (I. 5.23) μυρίαι δ' ἔργων [[καλῶν]] τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ [[πέραν]] Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (I. 6.22) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191* c. frag. ]ντι κέλευθον ἐπισπησει[ P. Oxy 2622. fr. 1. 6. ad ?fr. 346.
|sltr=[[κέλευθος]] (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -οι, -οις, -ους.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[path]], [[way]] lit. ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) οὐδὲ [[Κρονίων]] στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου [[journey]] (N. 9.20) of the [[sea]], ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους (P. 4.195) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (P. 5.88) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> met.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν (N. 8.35) “κύριον ὃς πάντων [[τέλος]] [[οἶσθα]] καὶ πάσας κελεύθους” i. e. [[all]] the ways [[that]] [[lead]] to it (P. 9.45) οὐ γὰρ [[πάγος]] οὐδὲ [[προσάντης]] ἁ [[κέλευθος]] γίνεται, εἴτις εὐδόξων ἐς [[ἀνδρῶν]] ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.33) [[εὐθεῖα]] δὴ [[κέλευθος]] ἀρετὰν ἐλεῖν fr. 108. 3.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[path]] (of [[song]]) ζεῦξον [[ἤδη]] μοι [[σθένος]] ἡμιόνων [[ὄφρα]] κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.23) ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ [[πρίν]] (P. 11.38) ἔστι μοι [[θεῶν]] [[ἕκατι]] μυρία [[παντᾷ]] [[κέλευθος]] (I. 4.1) εἰ δὲ τέτραπται (sc. [[Αἴγινα]]) θεοδό- των ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν (I. 5.23) μυρίαι δ' ἔργων [[καλῶν]] τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ [[πέραν]] Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (I. 6.22) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191* c. frag. ]ντι κέλευθον ἐπισπησει[ P. Oxy 2622. fr. 1. 6. ad ?fr. 346.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέλευθος]], ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[ατραπός]]<br /><b>2.</b> [[πορεία]], [[οδοιπορία]], [[ταξίδι]] σε [[στεριά]] ή [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ανοιχτός]] [[δρόμος]] ενέργειας, ο [[τρόπος]] πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> μακρινό [[ταξίδι]], [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («πολλή [[κέλευθος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκστρατεία]] («χρόνῳ μὲν ἀγρεῑ Πριάμου πόλιν ἅδε [[κέλευθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> ο [[τρόπος]] του βαδίσματος, το [[βάδισμα]] («τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> ο [[τρόπος]] ζωής («βίου κέλευθον ἄθεον, ἄδικον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κέλευ</i>-<i>θος</i>. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κελεύω]], αν και υπάρχει σημασιολογική [[διαφορά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άγω</i>-[[αγυιά]] «[[δρόμος]]», γερμ. <i>bewegen</i>- <i>Weg</i> «[[παρακινώ]]<br />[[δρόμος]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί αν ο τ. θεωρηθεί [[προϊόν]] συμφυρμού του [[κελεύω]] με θ. <i>ελευθ</i>- (του <i>ελεύσομαι</i>). Επίσης πιθ. να συνδέεται με λιθουαν. <i>keli</i><i>ū</i><i>ta</i>, <i>k</i><i>ē</i><i>li</i>-<i>as</i> «[[δρόμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελεύθειος]], <i>κελεύθεια</i>, [[κελευθήτης]], [[κελευθιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελευθοποιός]], [[κελευθοπόρος]]. (Β' συνθετικό) [[ρηξικέλευθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγχικέλευθος</i>, [[αιψηροκέλευθος]], <i>ακέλευθος</i>, <i>αντικέλευθος</i>, [[αυτοκέλευθος]], [[διωξικέλευθος]], [[εκκέλευθος]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιπποκέλευθος]], [[ισοκέλευθος]], [[λοξοκέλευθος]], [[οικτροκέλευθος]], [[ομοκέλευθος]], [[οξυκέλευθος]], [[οπισθοκέλευθος]], [[πεντακέλευθος]], [[προκέλευθος]], [[υγροκέλευθος]], [[υδροκέλευθος]], [[υψικέλευθος]], [[χρυσοκέλευθος]], [[ωκυκέλευθος]]].
}}
}}