3,243,880
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de lancer la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνοβόλος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de lancer la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνοβόλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[κεραυνοβολία]]) [[κεραυνοβολώ]]<br />[[εξακόντιση]] ή [[πτώση]] κεραυνού, [[κεραυνοβόληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσβολή]] ανθρώπων και ζώων από κεραυνό [[καθώς]] και τα φαινόμενά της<br /><b>2.</b> βίαιη [[εκκένωση]] έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο [[σώμα]], [[ηλεκτροπληξία]]. | |||
}} | }} |