κληροδοσία: Difference between revisions

20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληροδοσία''': ἡ, ἡ διὰ κλήρου [[διανομή]], Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.
|lstext='''κληροδοσία''': ἡ, ἡ διὰ κλήρου [[διανομή]], Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 55), Διόδ. 5. 53.
}}
{{grml
|mltxt=και κλεροδοσιά, η (AM [[κληροδοσία]]) [[κληροδότης]]<br /><b>1.</b> το να δίνει [[ένας]] [[κάτι]] με κλήρο, με [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> [[κληρονομιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b><br /><b>1.</b> περιουσιακή [[ωφέλεια]] που αποκτά [[κάποιος]] με [[διάταξη]] διαθήκης [[χωρίς]] να γίνεται [[κληρονόμος]]<br /><b>2.</b> η [[διάταξη]] της διαθήκης που περιέχει την [[κληροδοσία]], [[καθώς]] και το σχετικό με αυτήν [[δικαίωμα]] του κληροδόχου<br /><b>3.</b> το [[αντικείμενο]] που κληροδοτείται<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διανομή]] γης, γεωργικών κλήρων.
}}
}}