κοιτώνιον: Difference between revisions

21
(6_22)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιτώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κοιτών]], Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''κοιτώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κοιτών]], Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιτώνιον]], τὸ (Α) [[κοιτών]]<br />μικρό [[υπνοδωμάτιο]].
}}
}}